ατενίζω [atenízo] :
α. κοιτάζω κάπου ευθεία μπροστά και μακριά:
Ατενίζω τον ορίζοντα.
β. (μτφ. ) έχω στραμμένη την προσοχή μου, το ενδιαφέρον μου, τις προσπάθειές μου σε κάτι:
Ατενίζω με αισιοδοξία το μέλλον.
[λόγ. < αρχ. ἀτενίζω]
α. κοιτάζω κάπου ευθεία μπροστά και μακριά:
Ατενίζω τον ορίζοντα.
β. (μτφ. ) έχω στραμμένη την προσοχή μου, το ενδιαφέρον μου, τις προσπάθειές μου σε κάτι:
Ατενίζω με αισιοδοξία το μέλλον.
[λόγ. < αρχ. ἀτενίζω]
2 σχόλια:
Τις καλημερες μου και καλο καλοκαιρι να εχουμε...
ΑΤΕΝΙΖΩ.... Αν βγάλεις το Α και βάλεις ένα Χ...
ΧΤΕΝΙΖΩ....
ΧΤΕΝΙΖΩ ΜΕ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ!!!!
Δημοσίευση σχολίου