φιλία η [filía] :
α. η στενή κοινωνική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα και που βασίζεται στην αμοιβαία αγά πη, συμπάθεια και εκτίμηση. ΑΝΤ έχθρα, εχθρότητα:
Στενή / εγκάρδια / αληθινή / αδελφική / μακροχρόνια φιλία.
Δεσμοί / δείγμα / απόδειξη / αισθή ματα φιλίας.
Με τιμάει με τη φιλία του.
Δε θέλω φιλίες μαζί της.
Έπιασε φιλίες με τη γειτόνισσα.
β. το συναίσθημα που διέπει τη σχέση αυτή. ΑΝΤ έχθρα:
Νιώθω / αισθάνομαι φιλία για κάποιον
(επέκτ. ):
Οι δυο λαοί συνδέονται με παραδοσιακή φιλία., συμπά θεια και εμπιστοσύνη.
Υπόγραψαν σύμφωνο φιλίας.
Ανάμεσα στο παιδί και στο σκυλάκι αναπτύχθηκε μια τρυφερή φιλία.
[λόγ. < αρχ. φιλία]
α. η στενή κοινωνική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα και που βασίζεται στην αμοιβαία αγά πη, συμπάθεια και εκτίμηση. ΑΝΤ έχθρα, εχθρότητα:
Στενή / εγκάρδια / αληθινή / αδελφική / μακροχρόνια φιλία.
Δεσμοί / δείγμα / απόδειξη / αισθή ματα φιλίας.
Με τιμάει με τη φιλία του.
Δε θέλω φιλίες μαζί της.
Έπιασε φιλίες με τη γειτόνισσα.
β. το συναίσθημα που διέπει τη σχέση αυτή. ΑΝΤ έχθρα:
Νιώθω / αισθάνομαι φιλία για κάποιον
(επέκτ. ):
Οι δυο λαοί συνδέονται με παραδοσιακή φιλία., συμπά θεια και εμπιστοσύνη.
Υπόγραψαν σύμφωνο φιλίας.
Ανάμεσα στο παιδί και στο σκυλάκι αναπτύχθηκε μια τρυφερή φιλία.
[λόγ. < αρχ. φιλία]
2 σχόλια:
Αυτή είναι ακόμα πιό ωραία....
afti pou esei les oti einai akoma poio orea, afti einai gia mena i xeiroteri! afti einai i mitir kathe kakou kai kalou eniote... i filia einai o megaliteros mou thanatos kai i poio litrotiki anastastasi...
Δημοσίευση σχολίου