ανάμνηση η [anámnisi]:
1.
α. επαναφορά στη μνήμη προσωπικών βιωμάτων ορισμένης χρονικής στιγμής του παρελθόντος:
Η ανάμνηση είναι μια σύνθετη ψυχική λειτουργία.
β. τα βιώματα που επανέρχονται στη μνήμη:
Έχω πολύ καλές / κακές αναμνήσεις από τη μαθητική μου ζωή.
Οι αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία είναι αμυδρές / ζωηρές.
Το ταξίδι μας / η παρουσία του μας άφησε πολύ καλές αναμνήσεις.
Έχω πολλές αναμνήσεις από αυτή την πόλη.
Οι ηλικιωμένοι ζουν με τις αναμνήσεις τους.
1.
α. επαναφορά στη μνήμη προσωπικών βιωμάτων ορισμένης χρονικής στιγμής του παρελθόντος:
Η ανάμνηση είναι μια σύνθετη ψυχική λειτουργία.
β. τα βιώματα που επανέρχονται στη μνήμη:
Έχω πολύ καλές / κακές αναμνήσεις από τη μαθητική μου ζωή.
Οι αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία είναι αμυδρές / ζωηρές.
Το ταξίδι μας / η παρουσία του μας άφησε πολύ καλές αναμνήσεις.
Έχω πολλές αναμνήσεις από αυτή την πόλη.
Οι ηλικιωμένοι ζουν με τις αναμνήσεις τους.
1 σχόλιο:
ΑΝΑΜΝΗΣΗ... Αν βγάλεις το ΑΝΑΜ... και αλλάξεις το Η σε Ι... Τί γίνεται... ΝΗΣΙ...
ΌΜΟΡΦΟ ΝΗΣΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΚΡΗΤΗ...
Δημοσίευση σχολίου