εκδρομή η [ekδromí] :
η μετάβαση σε άλλον τόπο για αναψυχή, διασκέδαση κτλ., με προϋπόθεση την επιστροφή σε σύντομο συνήθως χρόνο πεζή ή με συγκοινωνιακό μέσο:
Απογευματινή / ημερήσια / μακρινή / κοντινή / μονοήμερη / πενθήμερη / πολυήμερη / σχολική / εκπαιδευτική / ομαδική εκδρομή.
Θυμάμαι ακόμα τις κυριακάτικες εκδρομές μας στο βουνό.
Πάμε εκδρομή; Κάναμε συχνές εκδρομές στα περίχωρα της πόλης
η μετάβαση σε άλλον τόπο για αναψυχή, διασκέδαση κτλ., με προϋπόθεση την επιστροφή σε σύντομο συνήθως χρόνο πεζή ή με συγκοινωνιακό μέσο:
Απογευματινή / ημερήσια / μακρινή / κοντινή / μονοήμερη / πενθήμερη / πολυήμερη / σχολική / εκπαιδευτική / ομαδική εκδρομή.
Θυμάμαι ακόμα τις κυριακάτικες εκδρομές μας στο βουνό.
Πάμε εκδρομή; Κάναμε συχνές εκδρομές στα περίχωρα της πόλης
1 σχόλιο:
Αυτή η λέξη είναι μια χαρά... Δεν θα την αλλάξω!!!
Δημοσίευση σχολίου