απογοήτευση η [apoγoítefsi] :
1. συναίσθημα αποτυχίας και παραίτησης, που προέρχεται από τη διάψευση των ελπίδων και των προσδοκιών:
Δοκίμασε μεγάλη απογοήτευση.
Τον έπιασε απογοήτευση.
η κατάσταση αυτού που έχει απογοητευτεί:
Βρίσκομαι σε απογοήτευση.
(επέκτ. ) το γεγονός που προκάλεσε την απογοήτευση:
Είχε πολλές ερωτικές απογοητεύσεις.
2. σε σχήμα μετωνυμίας για κάποιον ή για κάτι που προκαλεί απογοήτευση:
Σκέτη απογοήτευση ήταν το έργο.
[λόγ. απογοητεύ(ω) -σις > -ση]
1. συναίσθημα αποτυχίας και παραίτησης, που προέρχεται από τη διάψευση των ελπίδων και των προσδοκιών:
Δοκίμασε μεγάλη απογοήτευση.
Τον έπιασε απογοήτευση.
η κατάσταση αυτού που έχει απογοητευτεί:
Βρίσκομαι σε απογοήτευση.
(επέκτ. ) το γεγονός που προκάλεσε την απογοήτευση:
Είχε πολλές ερωτικές απογοητεύσεις.
2. σε σχήμα μετωνυμίας για κάποιον ή για κάτι που προκαλεί απογοήτευση:
Σκέτη απογοήτευση ήταν το έργο.
[λόγ. απογοητεύ(ω) -σις > -ση]
2 σχόλια:
If im in the situation of the owner of this blog. I dont know how to post this kind of topic. he has a nice idea.
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ...
Αν βγάλεις το ΑΠΟ... τί γίνεται???
ΓΟΗΤΕΥΣΗ...
ΣΕ ΣΧΗΜΑ ΜΕΤΩΝΥΜΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΝ Η ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΓΟΗΤΕΥΣΗ...
ΣΚΕΤΗ ΓΟΗΤΕΥΣΗ ΗΤΑΝ ΤΟ "ΕΡΓΟ"!!!
Δημοσίευση σχολίου